- εξαναγκαστικός
- η , ό[ν] принудительный, насильственный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαναγκαστικός — ή, ό [εξαναγκάζω] αυτός που γίνεται με εξαναγκασμό, με άσκηση βίας, υποχρεωτικός («εξαναγκαστική εργασία»). επίρρ... εξαναγκαστικώς, ά με εξαναγκασμό, υποχρεωτικά … Dictionary of Greek
εξαναγκαστικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται με εξαναγκασμό, καταναγκαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαναγκασμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξαναγκάζω) 1. αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται από ανάγκη, ο εξαναγκαστικός, ο ακούσιος 2. αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του ή από ανάγκη 3. φυσ. «εξαναγκασμένη ταλάντωση» η ταλάντωση που προκύπτει όταν μια… … Dictionary of Greek
πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… … Dictionary of Greek
στανικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με τη βία, εξαναγκαστικός: Ένα τέτοιο στανικό γάμο δεν τον ήθελε ποτέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)